συνηρημένα

συνηρημένα
σύν-ἀράω 2
plough
perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic)
συνηρημένᾱ , σύν-ἀράω 2
plough
perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic)
συνηρημένᾱ , σύν-ἀράω 2
plough
perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic)
σύν-ἀρέομαι
perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
συνηρημένᾱ , σύν-ἀρέομαι
perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic)
συνηρημένᾱ , σύν-ἀρέομαι
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
σύν-ἐράομαι
love
perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic ionic)
συνηρημένᾱ , σύν-ἐράομαι
love
perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic ionic)
συνηρημένᾱ , σύν-ἐράομαι
love
perf part mp fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic)
σύν-ἐρέομαι
ask
perf part mp neut nom/voc/acc pl
συνηρημένᾱ , σύν-ἐρέομαι
ask
perf part mp fem nom/voc/acc dual
συνηρημένᾱ , σύν-ἐρέομαι
ask
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
σύν-ἐρέω
love
perf part mp neut nom/voc/acc pl
συνηρημένᾱ , σύν-ἐρέω
love
perf part mp fem nom/voc/acc dual
συνηρημένᾱ , σύν-ἐρέω
love
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνῃρημένα — συναιρέω grasp perf part mp neut nom/voc/acc pl συνῃρημένᾱ , συναιρέω grasp perf part mp fem nom/voc/acc dual συνῃρημένᾱ , συναιρέω grasp perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνῃρημένας — συνῃρημένᾱς , συναιρέω grasp perf part mp fem acc pl συνῃρημένᾱς , συναιρέω grasp perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …   Dictionary of Greek

  • συννεφώ — (I) έω, Μ συννέφω* [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε έω/ῶ]. (II) όω, Μ είμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • -ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… …   Dictionary of Greek

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

  • επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • μεταγλωττώ — μεταγλωττῶ (Μ) 1. μεταγλωττίζω 2. ετυμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω, κατά τα συνηρημένα ρήματα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”